- χαρίεις,-εσσα,-εν
- A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8,3beautiful, attractive
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χαρίεις — εσσα, εν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ… … Dictionary of Greek
πολυχαρίεις — εσσα, εν, Α πολύ χαριτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαρίεις (< χάρις «χάρη, ομορφιά»)] … Dictionary of Greek
υγίεις — εσσα, εν, Α (βοιωτ. τ.) υγιής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το χαρίεις] … Dictionary of Greek
χαριτόεις — εσσα, εν, και ιων. τ. ουδ. χαριτεῡν Α χαρίεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
αχαρίεις — ἀχαρίεις, εσσα, εν (Μ) [χαρίεις] άχαρος, χωρίς χάρη … Dictionary of Greek